- στερεοσκοπικός
- η , ό[ν] стереоскопический;
στερεοσκοπικός κινηματόγραφος — стереокино
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στερεοσκοπικός κινηματόγραφος — стереокино
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στερεοσκοπικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοσκοπία («στερεοσκοπική εικόνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεοσκοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] … Dictionary of Greek